- Δαμοκρατίδα
- Δαμοκρατίδᾱ , Δαμοκρατίδηςmasc nom/voc/acc dual (doric)Δαμοκρατίδᾱ , Δαμοκρατίδηςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ναυπλία — Αρχαία πόλη με λιμάνι στο νομό Αργολίδας. Βρισκόταν στη θέση της σημερινής πόλης Ναύπλιο. Ονομαζόταν και Ναύπλιοι λιμένες ή Ναύπλιαι ακταί, ή Ναυπλίειος λιμήν. Από ανασκαφές που έγιναν συμπεραίνεται ότι η Ν. είχε κατοικηθεί από της μυκηναϊκούς… … Dictionary of Greek